ζημιοπρακτώ

ζημιοπρακτώ
ζημιοπρακτῶ, -έω (Α)
επιβάλλω ποινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζημία + -πρακτώ (< -πρακτος < πράσσω), πρβλ. α-πρακτώ, ευ-πρακτώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”